PDF Basket
Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για τη βιώσιμη πολεοδομία ήταν η απουσία άμεσης πρόσβασης σε περιβαλλοντικά δεδομένα σε τοπική κλίμακα. Οι προσπάθειες του προγράμματος CURE αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος με την αξιοποίηση του τεράστιου όγκου πληροφοριών που συλλέγονται μέσω του προγράμματος Copernicus, που είναι η συνιστώσα γεωσκόπησης του διαστημικού προγράμματος της ΕΕ.
«Χάρη στο πρόγραμμα CURE μπορούμε να υποστηρίξουμε τους πολεοδόμους όσον αφορά τον χωροταξικό σχεδιασμό που σχετίζεται με τις χρήσεις γης και τις μεταφορές, αλλά και τις δραστηριότητες σχεδιασμού που αφορούν την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και τον μετριασμό της σε επίπεδο γειτονιάς», εξηγεί ο συντονιστής του έργου, Νεκτάριος Χρυσουλάκης, Διευθυντής Ερευνών στο ελληνικό Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας.
Η ομάδα του δημιούργησε μια εικόνα 360 μοιρών του αστικού περιβάλλοντος αξιοποιώντας τις τέσσερις βασικές υπηρεσίες του προγράμματος Copernicus: την υπηρεσία για την παρακολούθηση της ξηράς (CLMS), την υπηρεσία για την παρακολούθηση της ατμόσφαιρας (CAMS), την υπηρεσία για την κλιματική αλλαγή (C3S) και την υπηρεσία διαχείρισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης (CEMS), και συνδυάζοντάς τες με δεδομένα γεωσκόπησης από άλλες τρίτες πηγές.
Τα δεδομένα αυτά χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια για την παρακολούθηση παραγόντων που αφορούν τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και την προσαρμογή σε αυτήν, οι οποίοι περιλαμβάνουν την υγεία των πόλεων και του κοινωνικού περιβάλλοντος, την ενέργεια και την οικονομία.
Δημιουργία νέων δυνατοτήτων για τις πόλεις
Το βασικό επίτευγμα του προγράμματος CURE ήταν ότι αναπτύχθηκε ένα διαδικτυακό σύστημα που είναι φιλικό για τον χρήστη και βασίζεται στο WEkEO: η υπηρεσία πρόσβασης στα δεδομένα και τις πληροφορίες του προγράμματος Copernicus (DIAS), η οποία δίνει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να αξιοποιούν τα δορυφορικά δεδομένα.
Η σχετική πύλη παρείχε πρόσβαση στις 11 διαφορετικές εφαρμογές που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος CURE για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που συνδέονται με την ανθεκτικότητα των αστικών περιοχών και αφορούν τη θερμότητα και τις εκπομπές CO2, τις λύσεις που βασίζονται στη φύση, τις πλημμύρες, τις καθιζήσεις, τη θερμική άνεση, την ποιότητα του αέρα και την υγεία.
«Αν είστε μικρή επιχείρηση ή πολεοδόμος, δεν μπορείτε να ξεκινήσετε από το μηδέν και να χρησιμοποιήσετε τις βασικές υπηρεσίες του προγράμματος Copernicus», εξηγεί ο Χρυσουλάκης. «Γι’ αυτό συλλέξαμε, αναπτύξαμε και παρέχουμε μια πλατφόρμα και τα μέσα που μπορούν να χρησιμοποιούν οι προγραμματιστές εφαρμογών οι οποίοι ασχολούνται με τα επόμενα στάδια».
Χρησιμοποιώντας δεδομένα από το πρόγραμμα Copernicus, το σύστημα CURE είναι σε θέση να προσαρμόζει τις επιμέρους εφαρμογές. Ωστόσο, το έργο δεν περιορίστηκε μόνο στα δεδομένα, αλλά εστίασε επίσης στην ανάπτυξη βέλτιστων πρακτικών για την εφαρμογή του στην πράξη. Μέσω εργαστηρίων και συνεργασίας με 10 πιλοτικές πόλεις σε ολόκληρη την Ευρώπη, το πρόγραμμα CURE βοήθησε πολεοδόμους και υπευθύνους χάραξης πολιτικής να ενσωματώσουν τα δεδομένα γεωσκόπησης στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
Το Ηράκλειο της Κρήτης χρησιμοποιεί δεδομένα από το σύστημα CURE για την παρακολούθηση του χωροχρονικού προτύπου των εκπομπώνCO2. Οι πληροφορίες αυτές βοηθούν την πόλη να προσδιορίσει τις φυσικές και ανθρωπογενείς πηγές και καταβόθρες άνθρακα και να αναπτύξει στρατηγικές για τη μείωση των εκπομπών.
Στην πόλη Vitoria-Gasteiz της Ισπανίας, οι αρχές αξιοποίησαν τα δεδομένα από το σύστημα CURE για την παρακολούθηση των αλλαγών της θερμοκρασίας στις επιφάνειες των δρόμων. Οι πληροφορίες αυτές βοηθούν τις αρχές της πόλης να εντοπίσουν τα θερμά σημεία της πόλης και να σχεδιάσουν μέτρα για τη μείωση της θερμότητας με σκοπό τη βιώσιμη αστική ανάπτυξη.
Και στο Μπρίστολ του Ηνωμένου Βασιλείου, ένα πιλοτικό πρόγραμμα χρησιμοποιεί δεδομένα από το σύστημα CURE για την παρακολούθηση των συγκεντρώσεων οξειδίου του αζώτου και σωματιδίων. Αυτά τα δεδομένα που αφορούν την ποιότητα του αέρα χρησιμοποιούνται για την ενημέρωση των φορέων δημόσιας υγείας και την εφαρμογή στοχευμένων μέτρων που εστιάζουν σε συγκεκριμένους τομείς με σκοπό τη μείωση των επιπέδων ρύπανσης.
Περαιτέρω εργασίες βρίσκονται σε εξέλιξη στη Βασιλεία, στο Βερολίνο, στην Κοπεγχάγη, στην Οστράβα, στο Μόναχο, στο Σαν Σεμπαστιάν και στη Σόφια.
Βιωσιμότητα μέσω συνεργασίας
Χάρη στη δημιουργία ενός δικτύου πιλοτικών πόλεων και την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών, το πρόγραμμα προώθησε τη συνεργασία και την ανταλλαγή γνώσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η προσέγγιση αυτή δίνει στις πόλεις τη δυνατότητα να μαθαίνουν η μία από τις εμπειρίες της άλλης και να αναπτύσσουν αποτελεσματικότερες λύσεις για κοινές προκλήσεις.
Επιπλέον, το γεγονός ότι το πρόγραμμα CURE εστιάζει σε δεδομένα από ανοιχτές πηγές και εργαλεία που είναι φιλικά στον χρήστη διασφαλίζει ότι τα οφέλη του θα είναι ευρέως προσβάσιμα. Στο μέλλον, οι αστικές περιοχές όλων των μεγεθών (όχι μόνο οι μεγάλες) θα μπορούν να χρησιμοποιούν τα εργαλεία του προγράμματος για να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις μικρότερες πόλεις που ίσως δεν διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους για να επενδύσουν σε ακριβά συστήματα παρακολούθησης.
Η επιτυχία του έργου έχει αναγνωριστεί μέσω επιστημονικών δημοσιεύσεων και συνεδρίων όπως το Διεθνές Συνέδριο για το Κλίμα στις Αστικές Περιοχές, δεδομένου ότι προωθεί τις γνώσεις στον τομέα της ανθεκτικότητας των αστικών περιοχών. Προσφέρει επίσης πολύτιμους πόρους που θα στηρίξουν την υλοποίηση της αποστολής Αποστολή της ΕΕ: Προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή στις πόλεις.
Όσον αφορά το μέλλον, η κληρονομιά του προγράμματος CURE θα είναι πιθανότατα μακροχρόνια. Οι μεθοδολογίες του έργου προσφέρουν ένα πολύτιμο σημείο εκκίνησης για μελλοντικές πρωτοβουλίες, ενώ το δίκτυο των πιλοτικών πόλεων που δημιουργήθηκε από το πρόγραμμα CURE έχει θέσει ένα ισχυρό θεμέλιο για διαρκή συνεργασία και ανταλλαγή γνώσεων.
«Αποδείξαμε ότι αυτό είναι εφικτό», καταλήγει ο Χρυσουλάκης. «Ανοίξαμε τον δρόμο, αναπτύξαμε τις μεθόδους και γνωρίζουμε τα διάφορα κομμάτια του παζλ. Όλα αυτά μπορούν να αναβαθμιστούν ώστε να συμβάλουν στην ανάπτυξη ενός προγράμματος σε επόμενο επίπεδο, αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιλέξει να το υιοθετήσει».